αγιοθοδωρίζω

αγιοθοδωρίζω
(από το όνομα τού αγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος, τού οποίου η ανάμνηση θαύματος γιορτάζεται με κόλλυβα το Σάββατο τής α΄ εβδομάδας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής)
1. νηστεύω τις τρεις πρώτες μέρες τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δηλ. από την Καθαρή Δευτέρα ώς το τέλος τής λειτουργίας τών Προηγιασμένων τής Τετάρτης τής ίδιας εβδομάδας
2. νηστεύω όλες τις μέρες της Καθαρής εβδομάδας εκτός από την Πέμπτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγιοθοδωρήσια — τα [αγιοθοδωρίζω] 1. γεύμα που παραθέτει εκείνος που «αγιοθοδωρίζει» σε όσους έρχονται να τόν συγχαρούν στο σπίτι του μετά τη λειτουργία τών Προηγιασμένων 2. οι καρποί που προσφέρει αυτός που «αγιοθοδωρίζει» στην ίδια περίσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”